καλλιτράπεζος

καλλιτράπεζος
καλλῐ-τράπεζος [pron. full] [ᾰ], ον,
A with beautiful, i.e. well-spread, table, Call.Com.5, Amips.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλλιτράπεζος — καλλιτράπεζος, ον (Α) αυτός που αγαπά τα πλουσιοπάροχα γεύματα, ο καλοφαγάς …   Dictionary of Greek

  • καλλιτράπεζος — with beautiful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”